συναγωνισμός


συναγωνισμός
Προφορά

Ετυμολογία
συναγωνισμός μεσαιωνική ελληνική συναγωνισμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο συναγωνισμός

✦ άμιλλα, αγώνας για επικράτηση: συναγωνισμός των αθλητών
✦ το να είναι κάποιος εφάμιλλος με κάποιον άλλον σε κάτι
✦ φρ. εκτός συναγωνισμού, εξαιρετικός, απαράμιλλος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.