συναγωνίστρια


συναγωνίστρια
Προφορά

Ετυμολογία
συναγωνίστρια αρχαία ελληνική συναγωνιστής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο συναγωνίστρια

✦ θηλ. συναγωνίστρια αγωνιστής σε κοινό αγώνα, ιδ. ιδεολογικό
✦ ανταγωνιστής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.