συναγωγή


συναγωγή
Προφορά

Ετυμολογία
συναγωγή αρχαία ελληνική συναγωγή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η συναγωγή

✦ σύναξη ατόμων και ο τόπος της σύναξης
✦ συσσώρευση, συγκέντρωση πραγμάτων
✦ (ειδ.) ο τόπος συνέλευσης και κοινής προσευχής των Ιουδαίων, χάβρα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.