συναγερμός


συναγερμός
Προφορά

Ετυμολογία
συναγερμός μεταγενέστερη ελληνική συναγερμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο συναγερμός

✦ ξαφνική συνάθροιση μεγάλου πλήθους
✦ (στρατ.) σύναξη στρατού σε έκτακτη περίσταση
✦ επαγρύπνηση για την αντιμετώπιση κινδύνου
✦ σύστημα που εκπέμπει προειδοποιητικό σήμα κινδύνου: όταν οι κλέφτες προσπάθησαν να παραβιάσουν την είσοδο του διαμερίσματος, χτύπησε ο συναγερμός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.