συνάντηση
Προφορά
Ετυμολογία
συνάντηση αρχαία ελληνική συνάντησις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η συνάντηση
✦ η περίσταση κατά την οποία ανταμώνει κανείς με κάποιον
✦ αντιμετώπιση, αγώνας μεταξύ δύο ομάδων: ποδοσφαιρική συνάντηση
✦ προγραμματισμένη συγκέντρωση ατόμων για συζήτηση κάποιου θέματος: συνάντηση των υπουργών παιδείας της Κοινότητας
✦ συνάντηση κορυφής, συνομιλίες μεταξύ αρχηγών κρατών για διεθνή θέματα
✦ (μτφ. ) σχέση, επίδραση ανάμεσα στα στοιχεία δύο ή περισσότερων πραγμάτων, φαινομένων κτλ.: είχε δώσει στη χώρα την ώθηση που προκαλεί η μοιραία συνάντηση δύο πολιτισμών (Ρέα Γαλανάκη)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–