συνάγω
Προφορά
Ετυμολογία
συνάγω αρχαία ελληνική συνάγω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ συνάγω
✦ (για πρόσ. ή ζώα) συναθροίζω, συγκεντρώνω
✦ (για πράγμ.) συλλέγω, μαζεύω
✦ συνενώνω, συμμαζεύω
✦ (μτφ. ) συμπεραίνω
✦ (απρόσ.) συνάγεται, προκύπτει, βγαίνει το συμπέρασμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–