συμψηφιστικός


συμψηφιστικός
Προφορά

Ετυμολογία
συμψηφιστικός συμψηφίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ συμψηφιστικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τον λογιστικό ή δικαστικό συμψηφισμό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
συμψηφιστικά (Κ συμψηφιστικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.