συμψηφισμός


συμψηφισμός
Προφορά

Ετυμολογία
συμψηφισμός μεσαιωνική ελληνική συμψηφισμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο συμψηφισμός

✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του συμψηφίζω, σύμπτωση απαιτήσεων δανειστή και οφειλέτη που οδηγεί σε αμοιβαία απόσβεση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.