συμψηφίζω
Προφορά
Ετυμολογία
συμψηφίζω μεταγενέστερη ελληνική συμψηφίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ συμψηφίζω
✦ αφαιρώ από το ποσό που χρωστά κάποιος ποσό που δικαιούται να πάρει ή αντίστροφα
✦ (οικον.) συμπεριλαμβάνω σε λογαριασμό
✦ (στις δικαστικές αποφάσεις) συγχωνεύω ποινή σε άλλη μεγαλύτερη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–