συμφόρηση


συμφόρηση
Προφορά

Ετυμολογία
συμφόρηση μεταγενέστερη ελληνική συμφόρησις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η συμφόρηση

(ιατρ.) απότομη και υπέρμετρη συσσώρευση αίματος στα αγγεία ενός οργάνου: εγκεφαλική συμφόρηση
(μτφ. ) κυκλοφοριακή συμφόρηση, συγκέντρωση πολλών οχημάτων σε δρόμο
(μτφ. ) συγκέντρωση πολλών προσώπων ιδ. επαγγελματιών σ’ ένα τόπο: συμφόρηση γιατρών στην πρωτεύουσα (Μ. Πλωρίτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.