συμφόρηση
Προφορά
Ετυμολογία
συμφόρηση μεταγενέστερη ελληνική συμφόρησις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η συμφόρηση
✦ (ιατρ.) απότομη και υπέρμετρη συσσώρευση αίματος στα αγγεία ενός οργάνου: εγκεφαλική συμφόρηση
✦ (μτφ. ) κυκλοφοριακή συμφόρηση, συγκέντρωση πολλών οχημάτων σε δρόμο
✦ (μτφ. ) συγκέντρωση πολλών προσώπων ιδ. επαγγελματιών σ’ ένα τόπο: συμφόρηση γιατρών στην πρωτεύουσα (Μ. Πλωρίτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–