συμφωνώ
Προφορά
Ετυμολογία
συμφωνώ αρχαία ελληνική συμφωνέω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ συμφωνώ -είς, -εί
✦ έχω την ίδια γνώμη ή αντίληψη, είμαι σύμφωνος
✦ συνάπτω συμφωνία, συνομολογώ
✦ έχω αναλογία προς κάτι, ταιριάζω
✦ παρουσιάζω συνέπεια
✦ (μουσ.) συνταυτίζομαι ηχητικά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
διαφωνώ
Επιρρήματα
–