συμφωνία


συμφωνία
Προφορά

Ετυμολογία
συμφωνία αρχαία ελληνική συμφωνία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η συμφωνία

✦ συνταύτιση φωνών ή ήχων, ομοφωνία, αρμονία
✦ ταυτότητα ή ταύτιση γνωμών, ενεργειών κτλ.
✦ ομοιότητα ή ταυτότητα ιδιοτήτων
✦ συνομολόγηση συμβάσεως, αμοιβαία υπόσχεση ή ανάληψη υποχρεώσεων
✦ όρος συμβάσεως
✦ μουσική σύνθεση για ορχήστρα
✦ (διεθν. δίκ.) σύμβαση δύο ή περισσότερων χωρών για ζητήματα δευτερεύουσας σημασίας (σε αντιδιαστολή προς τη συνθήκη)

Συνώνυμα
ομοφωνία, ομοφροσύνη
Αντίθετα
παραφωνία ,διαφωνία ,ασυμφωνία
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.