συμφυρματικός


συμφυρματικός
Προφορά

Ετυμολογία
συμφυρματικός σύμφυρμα

Ερμηνεία
επίθετο┘ συμφυρματικός -ή, -ό

✦ που αποτελεί σύμφυρμα, που προήλθε από συμφυρμό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.