συμφραζόμενα
Προφορά
Ετυμολογία
συμφραζόμενα μτχ. παθ. ενεστ. του ρήματος συμφράζω
Ερμηνεία
συμφραζόμενα
✦ μτχ. ως ουσ. το τμήμα του κειμένου πριν και μετά από μια λέξη, φράση, χωρίο
✦ η όλη πλοκή του λόγου: κατάλαβα τι θέλει να πει από τα συμφραζόμενα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–