συμφορητικός


συμφορητικός
Προφορά

Ετυμολογία
συμφορητικός συμφόρησις

Ερμηνεία
επίθετο┘ συμφορητικός -ή, -ό

✦ ο της συμφορήσεως, που προκαλεί συμφόρηση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.