συμφοιτήτρια


συμφοιτήτρια
Προφορά

Ετυμολογία
συμφοιτήτρια αρχαία ελληνική συμφοιτητής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο συμφοιτήτρια

✦ θηλ. συμφοιτήτρια φοιτητής μαζί με άλλον ή άλλους στην ίδια σχολή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.