συμπιλητής


συμπιλητής
Προφορά

Ετυμολογία
συμπιλητής συμπιλώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο συμπιλητής

✦ αυτός που συγκροτεί ένα κείμενο με άτεχνο συμφυρμό περικοπών, ιδεών κτλ. από ποικίλες πηγές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.