συμπιεστότητα


συμπιεστότητα
Προφορά

Ετυμολογία
συμπιεστότητα συμπιεστός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η συμπιεστότητα

✦ η ιδιότητα των φυσικών σωμάτων να περιορίζονται σε όγκο όταν δέχονται μηχανικές πιέσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.