συμπεριφορισμός
Προφορά
Ετυμολογία
συμπεριφορισμός μετάφραση του └αγγλ┘όρου behaviourism
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο συμπεριφορισμός
✦ σχολή της ψυχολογίας που έχει ως αντικείμενο μελέτης την ανθρώπινη συμπεριφορά που μπορεί να παρατηρηθεί εμπειρικά
✦ (κοινων.) άποψη που δέχεται το άτομο και τις σχέσεις του με τους άλλους ως τη βασική μονάδα κοινωνιολογικής ανάλυσης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–