συμπερασματικός


συμπερασματικός
Προφορά

Ετυμολογία
συμπερασματικός μεταγενέστερη ελληνική συμπερασματικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ συμπερασματικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στο συμπέρασμα ή που έχει μορφή συμπεράσματος
✦ που εκφράζει συμπέρασμα
✦ (γραμμ.) συμπερασματικοί σύνδεσμοι, που εκφράζουν συμπέρασμα – συμπερασματικές προτάσεις, δευτερεύουσες προτάσεις που εκφράζουν το αποτέλεσμα ή επακολούθημα μιας πράξεως

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
συμπερασματικά (Κ συμπερασματικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.