συμπίληση


συμπίληση
Προφορά

Ετυμολογία
συμπίληση μεταγενέστερη ελληνική συμπίλησις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η συμπίληση

(μτφ. ) άτεχνος συμφυρμός περικοπών, ιδεών κτλ., από ποικίλες πηγές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.