συμπίεση


συμπίεση
Προφορά

Ετυμολογία
συμπίεση αρχαία ελληνική συμπίεσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η συμπίεση

✦ άσκηση πιέσεως πάνω σε κάτι, ώστε να καταλάβει μικρότερο χώρο
✦ περιορισμός, ελάττωση: συμπίεση των ελλειμμάτων του δημόσιου τομέα (Οικονομικός Ταχυδρόμος)
✦ (φυσ.) ενέργεια που μειώνει τον όγκο ενός σώματος με κατάλληλες μηχανικές ή ηλεκτρομαγνητικές διατάξεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.