συμπέθερος


συμπέθερος
Προφορά

Ετυμολογία
συμπέθερος μεσαιωνική ελληνική συμπέθερος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο συμπέθερος

✦ θηλ. συμπεθέρα (βλ. λ.) ο πατέρας του γαμπρού σε σχέση με τον πατέρα της νύφης και το αντίθετο
✦ συγγενής από αγχιστεία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.