συμβόλαιο
Προφορά
Ετυμολογία
συμβόλαιο αρχαία ελληνική συμβόλαιον, └ουδ┘ του επιθέτου συμβόλαιος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το συμβόλαιο
✦ γραπτή συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσοτέρων ανθρώπων κ. ιδ. το δημόσιο έγγραφο που συντάσσει ο συμβολαιογράφος για την πιστοποίηση μιας συμφωνίας
✦ φρ. ο λόγος του συμβόλαιο, είναι απόλυτα αξιόπιστος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–