συμβολισμός
Προφορά
Ετυμολογία
συμβολισμός συμβολίζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο συμβολισμός
✦ η χρήση συμβόλων για έκφραση ιδεών
✦ λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό κίνημα του τέλους του 19ου αι. που, σε αντίθεση με τον νατουραλισμό και τον παρνασσισμό, προσπάθησε να εκφράσει μια συμβολική και πνευματική αντίληψη του κόσμου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–