συμβολίστρια
Προφορά
Ετυμολογία
συμβολίστρια συμβολίζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο συμβολίστρια
✦ θηλ. συμβολίστρια ο εκφραζόμενος με σύμβολα
✦ οπαδός του συμβολισμού, ως λογοτεχνικού και καλλιτεχνικού κινήματος: συμβολιστής ποιητής – ζωγράφος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–