συμβιβασμός


συμβιβασμός
Προφορά

Ετυμολογία
συμβιβασμός μεταγενέστερη ελληνική συμβιβασμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο συμβιβασμός

✦ συμφωνία, διευθέτηση διαφοράς με αμοιβαίες υποχωρήσεις, αμοιβαίος μετριασμός αξιώσεων ή δικαιωμάτων που καταλήγει σε συμφωνία
✦ υποχώρηση, παραίτηση από δικαιώματα ή απαιτήσεις: ο γάμος απαιτεί συμβιβασμούς

Συνώνυμα
συνδιαλλαγή
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.