συμβιβάζω


συμβιβάζω
Προφορά

Ετυμολογία
συμβιβάζω αρχαία ελληνική συμβιβάζω

Ερμηνεία
ρήμα συμβιβάζω

✦ συμφιλιώνω πρόσωπα διιστάμενα ή βρίσκω τρόπο για την προσέγγιση αντίθετων απόψεων, για την επίλυση διαφορών: φρ. συμβιβάζω τα πράγματα
✦ φρ. τα συμβιβάσανε, συμφιλιώθηκαν
✦ (μέσ.) συμβιβάζομαι, προβαίνω σε υποχωρήσεις, παραιτούμαι από δικαιώματα ή απαιτήσεις για να αποφύγω ενδεχόμενα δυσάρεστα επακόλουθα: φρ. συμβιβάστηκε με την κατάσταση, προσαρμόστηκε
✦ βρίσκομαι σε αρμονία, ταιριάζω: αυτά δε συμβιβάζονται

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.