συλλειτουργός


συλλειτουργός
Προφορά

Ετυμολογία
συλλειτουργός μεταγενέστερη ελληνική συλλειτουργός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο συλλειτουργός

✦ κληρικός που λειτουργεί μαζί με άλλον ή άλλους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.