συλλείτουργο
Προφορά
Ετυμολογία
συλλείτουργο μεταγενέστερη ελληνική ρ. συλλειτουργῶ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το συλλείτουργο
✦ λειτουργία, ιδ. επιμνημόσυνη, τελούμενη από δύο η περισσότερους κληρικούς: του έκανε συλλείτουργο κι έβαλε και τον μνημόνεψαν (Κ. Παλαμάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–