συλλαμβάνω


συλλαμβάνω
Προφορά

Ετυμολογία
συλλαμβάνω αρχαία ελληνική συλλαμβάνω

Ερμηνεία
ρήμα συλλαμβάνω

✦ πιάνω και κρατώ κάποιον, εμποδίζοντάς τον να φύγει: τον συνέλαβε η αστυνομία
✦ σχηματίζω στο νου μου: συνέλαβε την ιδέα
✦ αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω: δεν μπορούσε να συλλάβει την ύπαρξη των ιδεών (Γ. Θεοτοκάς)
✦ αντιλαμβάνομαι ότι κάποιος προβαίνει σε ενέργειες συν. μη αποδεκτές: τον συνέλαβα ψευδόμενο
✦ (για γυναίκα) μένω έγκυος
✦ (για φωτογρ. φακό, κάμερα κτλ.) φωτογραφίζω κάποιον σε στιγμή που δεν το περιμένει ή δεν το επιθυμεί: τον συνέλαβε ο φακός να χασμουριέται – τον συνέλαβε η κάμερα κοιμώμενο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.