συκώτι


συκώτι
Προφορά

Ετυμολογία
συκώτι μεσαιωνική ελληνική συκώτιον, υποκοριστικό του +çπαρ συκωτόν (ήπαρ ζώου θρεμμένου με σύκα)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το συκώτι

✦ εσωτερικό όργανο των ανθρώπων και των ζώων, ήπαρ
✦ φρ. του ‘πρηξε το συκώτι, τον στενοχώρησε πολύ – έβγαλε τα συκώτια του, είχε ακατάσχετο εμετό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.