συκοφαντώ


συκοφαντώ
Προφορά

Ετυμολογία
συκοφαντώ αρχαία ελληνική συκοφαντῶ

Ερμηνεία
ρήμα συκοφαντώ -είς, -εί

✦ κατηγορώ κάποιον, του αποδίδω κακή πράξη εν γνώσει μου ότι δεν την έκανε, διαβάλλω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.