συγχρονίζω


συγχρονίζω
Προφορά

Ετυμολογία
συγχρονίζω μεταγενέστερη ελληνική συγχρονίζω

Ερμηνεία
ρήμα συγχρονίζω

✦ κατορθώνω τη χρονική σύμπτωση ενεργειών, κινήσεων, καταστάσεων κτλ.
✦ προσαρμόζω κάτι στις σύγχρονες ιδέες και αντιλήψεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.