συγχρονία
Προφορά
Ετυμολογία
συγχρονία σύγχρονος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η συγχρονία
✦ το σύνολο των γλωσσικών δεδομένων που θεωρούνται ότι σχηματίζουν ένα σύστημα, σε μια καθορισμένη στιγμή, κατά την εξέλιξη της γλώσσας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–