συγυρίζω
Προφορά
Ετυμολογία
συγυρίζω συν + γυρίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ συγυρίζω
✦ τακτοποιώ, συμμαζεύω, νοικοκυρεύω
✦ (μτφ. ) επιπλήττω, τιμωρώ
✦ συγυρίζομαι, φροντίζω την εμφάνισή μου, καλλωπίζομαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ανακατώνω, αναστατώνω
Επιρρήματα
–