συγκύριος


συγκύριος
Προφορά

Ετυμολογία
συγκύριος συν + κύριος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο συγκύριος

✦ αυτός που μετέχει στην κυριότητα ενός πράγματος μαζί με κάποιον άλλον ή άλλους, συγκάτοχος, συνιδιοκτήτης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.