συγκυριακός


συγκυριακός
Προφορά

Ετυμολογία
συγκυριακός συγκυρία

Ερμηνεία
επίθετο┘ συγκυριακός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος σε συγκυρία, τυχαίος
✦ που συνδέεται με συγκεκριμένες συνθήκες (πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές κτλ.): συγκυριακά οικονομικά φαινόμενα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.