συγκυρία


συγκυρία
Προφορά

Ετυμολογία
συγκυρία αρχαία ελληνική συγκυρία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η συγκυρία

✦ συντυχία, σύμπτωση: ευτυχής – ατυχής συγκυρία
✦ φρ. κατά συγκυρία(ν), τυχαία, κατά τύχη
✦ το σύνολο των συνθηκών (πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών κτλ.) που επικρατούν σε δεδομένο χρονικό διάστημα, περίσταση: ουδέποτε δίστασε να εκθέσει τις επιστημονικές του απόψεις ανεξάρτητα από την πολιτική συγκυρία (Αντί)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.