συγκρότημα
Προφορά
Ετυμολογία
συγκρότημα μεταγενέστερη ελληνική συγκρότημα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το συγκρότημα
✦ σύνολο πραγμάτων, ιδ. κτισμάτων ή εγκαταστάσεων που αποτελεί αδιαίρετη ολότητα
✦ ομάδα ανθρώπων με κοινά καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα: μουσικό χορευτικό συγκρότημα
✦ (μτφ. ) ομάδα ανθρώπων με ιδιοτελείς επιδιώξεις και κοινά συμφέροντα, φατρία, κλίκα
✦ άθροισμα στρατιωτικών μονάδων υπό ενιαία διοίκηση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–