συγκροτώ


συγκροτώ
Προφορά

Ετυμολογία
συγκροτώ αρχαία ελληνική συγκροτέω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα συγκροτώ -είς, -εί

✦ συνθέτω οργανωμένο σύνολο προσώπων ή πραγμάτων
✦ (γεν.) δημιουργώ, σχηματίζω
✦ η μτχ. πρκμ. συγκροτημένος, -η, -ο ως επίθ., πρόσωπο με στέρεη πνευματική και ηθική υπόσταση: άνθρωπος συγκροτημένος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.