συγκριτικός
Προφορά
Ετυμολογία
συγκριτικός αρχαία ελληνική συγκριτικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ συγκριτικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος στη σύγκριση
✦ (γραμμ.) συγκριτικός βαθμός, τύπος του επιθέτου ή του επιρρήματος που δηλώνει σύγκριση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
συγκριτικά (Κ συγκριτικώς)