συγκρητισμός


συγκρητισμός
Προφορά

Ετυμολογία
συγκρητισμός μεταγενέστερη ελληνική συγκρητισμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο συγκρητισμός

✦ ανάμειξη και συγχώνευση διαφόρων θρησκειών
✦ (ειδ.) η ανάμειξη θρησκευτικών αντιλήψεων και λατρευτικών τύπων των ανατολικών θρησκειών με τη θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων: ο Δίας μπερδεύεται με τον Βάαλ: συγκρητισμός του λυκόφωτος (Γ. Σεφέρης)
✦ (φιλοσ.) ο συνδυασμός σχετικά ομοιογενών στοιχείων διαφόρων φιλοσοφικών συστημάτων
✦ (εθνολ.) συγκερασμός, συνδυασμός διαφορετικών πολιτιστικών στοιχείων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.