συγκρατώ
Προφορά
Ετυμολογία
συγκρατώ μεταγενέστερη ελληνική συγκρατέω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ συγκρατώ -είς, -εί
✦ κρατώ καλά
✦ αναχαιτίζω
✦ ενισχύω κάτι που κλονίζεται
✦ ανακόπτω πορεία ή λειτουργία, σταματώ: ένα δέντρο συγκράτησε το αυτοκίνητο και δεν έπεσε στο γκρεμό
✦ κρατώ μέσα, απορροφώ: το χώμα συγκρατεί το νερό
✦ χαλιναγωγώ, ελέγχω
✦ κρατώ κάτι μέσα μου, δεν αφήνω να εκδηλωθεί
✦ (μτφ. ) διατηρώ στη συνείδηση, στη μνήμη, στο μυαλό μου κάτι, εντυπώνομαι: μου είπε το όνομά του, αλλά δεν το συγκράτησα
✦ συγκρατώ τις τιμές, δεν επιτρέπω την αύξησή τους
✦ (μέσ.) συγκρατιέμαι, συγκρατούμαι, χαλιναγωγώ τα πάθη μου, επιβάλλομαι στις παρορμήσεις μου
✦ μτχ. παθ. πρκμ. συγκρατημένος ως επίθ. (βλ. λ.)
✦ μτχ. μέσ. ενεστ. συγκρατούμενος ως ουσ. (βλ. λ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–