συγκρατούμενος


συγκρατούμενος
Προφορά

Ετυμολογία
συγκρατούμενος μτχ. μέσ. ενεστ. του ρήματος συγκρατώ

Ερμηνεία
συγκρατούμενος

✦ μτχ. ως ουσ. θηλ. συγκρατούμενη ο μαζί με άλλον ή άλλους κρατούμενος σε φυλακή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.