συγκρατημένος


συγκρατημένος
Προφορά

Ετυμολογία
συγκρατημένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος συγκρατώ

Ερμηνεία
συγκρατημένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (για ψυχική διάθεση) ελεγχόμενος, που δεν αφήνεται να εκδηλωθεί ή να κυριαρχήσει: συγκρατημένη αισιοδοξία – συγκρατημένος ενθουσιασμός
✦ (για πρόσ.) ο μη εκδηλωτικός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.