συγκρίσιμος


συγκρίσιμος
Προφορά

Ετυμολογία
συγκρίσιμος σύγκριση

Ερμηνεία
επίθετο┘ συγκρίσιμος -η, -ο

✦ αυτός που μπορεί να συγκριθεί με κάποιον άλλον, που επιδέχεται σύγκριση: συγκρίσιμα μεγέθη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.