συγκρίνω
Προφορά
Ετυμολογία
συγκρίνω αρχαία ελληνική συγκρίνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ συγκρίνω
✦ παραβάλλω δύο ή περισσότερα πράγματα και βρίσκω τις διαφορές και τις ομοιότητές τους, αντιπαραθέτω, παραλληλίζω
✦ φρ. δεν συγκρίνεται, δεν επιδέχεται σύγκριση, είναι αναμφισβήτητα ανώτερης ποιότητας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–