συγκράτηση
Προφορά
Ετυμολογία
συγκράτηση μεταγενέστερη ελληνική συγκράτησις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η συγκράτηση
✦ στερέωση, στήριξη
✦ αναχαίτιση, παρεμπόδιση
✦ χαλιναγώγηση, ιδ. επιθυμιών, ορμών
✦ επιφύλαξη, επιφυλακτική στάση
✦ συγκράτηση τιμών, σταθεροποίηση των τιμών σε ορισμένο επίπεδο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–