συγκοπή
Προφορά
Ετυμολογία
συγκοπή μεταγενέστερη ελληνική συγκοπή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η συγκοπή
✦ αποβολή βραχύχρονου φωνήεντος ανάμεσα σε δύο σύμφωνα (π.χ. κορυφή – κορφή, φέρετε – φέρτε, σιτάρι – στάρι) |(ιατρ.) η διακοπή ή η σημαντική εξασθένηση των καρδιακών παλμών με αναστολή της αναπνοής και απώλεια της συνειδήσεως
✦ (μουσ.) μετατροπή του φυσικού ρυθμικού τονισμού των φθόγγων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–